- ψιλοδουλεύω
- Ν1. επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη λεπτότητα2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ψιλοδουλεμένος, -η, -οεπεξεργασμένος με πολλή προσοχή και λεπτότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο-* + δουλεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλοδουλεύω — ψιλοδούλεψα, ψιλοδουλεύτηκα, ψιλοδουλεμένος, δουλεύω κάτι με πολλή λεπτότητα, λεπτοδουλεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοδουλειά — η, Ν [ψιλοδουλεύω] 1. λεπτή εργασία 2. ασήμαντη εμπορική επιχείρηση 3. στον πληθ. οι ψιλοδουλειές διενέξεις για ασήμαντους λόγους … Dictionary of Greek
ψιλοδουλεμένος — η, ο, Ν βλ. ψιλοδουλεύω … Dictionary of Greek
ψιλοδούλευτος — η, ο, Ν [ψιλοδουλεύω] επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος … Dictionary of Greek